Πριν ακόμα η ίδια η Κίνα καταλάβει την σοβαρότητα της νέας ασθένειας που αντιμετώπιζαν, ένας γιατρός από την Ταϊβάν έδρασε προσπάθησε να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα
Τον Δεκέμβριο του 2019 οι γιατροί της Κίνας από την περιοχή της Γιουχάν άρχισαν να παρατηρούν όλο και περισσότερους ασθενείς που παρουσίαζαν έναν νέο περίεργο τύπο πνευμονίας. Τελικά, την τελευταία μέρα του χρόνου ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανέφερε για πρώτη φορά επίσημα ότι οι υγειονομικές αρχές της Κίνας επιβεβαιώνουν ότι δεκάδες άνθρωποι στην πόλη Γιουχάν νοσηλεύονται με πνευμονία αγνώστου αιτιολογίας. Τόνιζαν ότι μέχρι στιγμής δεν έχει καταγραφεί κανένας θάνατος, ενώ οι περισσότεροι ασθενείς φαίνεται να έχουν επισκεφτεί την αγορά της πόλης.
Τις πρώτες αυτές αναφορές από την Κίνα για την ασυνήθιστη πνευμονία είχε ακούσει και ο καθηγητής επιδημιολογίας από την Ταϊβάν και επικεφαλής του Κέντρου Πρόληψης και Θεραπείας Λοιμωδών Νοσημάτων της χώρας, Τσουάνγκ Γιν-Τσινγκ (Chuang Yin-ching).
«Ήμασταν πολύ προσεκτικοί σχετικά με αυτό, επειδή η Ταϊβάν είναι πολύ κοντά στην Κίνα», είπε στο Sky News ο κορυφαίος επιδημιολόγος της χώρας έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. «Είναι πολύ σημαντικό να την αποτρέψουμε, αντί να την αντιμετωπίσουμε», πρόσθεσε.
Στα μέσα Ιανουαρίου ο Τσουάνγκ Γιν-Τσινγκ μαζί με συναδέρφους του ήταν πιθανότατα ο πρώτος ξένος επίσημος που έφτασε στην πόλη της Γιουχάν από την στιγμή που ξεκίνησε η κρίση. Όπως είχε αναφέρει ο ίδιος στην εφημερίδα Telegraph είχαν λάβει πληροφορίες για την ύπαρξη μιας μυστηριώδους πνευμονίας κυρίως μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από συναδέρφους τους στην Κίνα με τους οποίους έχουν ανοιχτή επαφή. Όταν έμαθε ότι τα νοσοκομεία της Γιουχάν ζητούν την καταγραφή αναλυτικών πληροφοριών για κάθε ασθενή, ενώ οι αρχές ζητούν αναφορά για κάθε περίπτωση κατάλαβε ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Έτσι, κατάλαβε γρήγορα ότι θα έπρεπε να πάει στην πόλη της Κίνας.
Όταν τελικά έφτασε στην Γιουχάν στα μέσα Ιανουαρίου και μίλησε με Κινέζους αξιωματούχους, η ανησυχία μετατράπηκε σε συναγερμό.
«Σκέφτομαι ότι, ναι, κάτι δεν πάει καλά», είπε ο καθηγητής Τσουάνγκ. «Το πρώτο πράγμα που είδα είναι ότι μάλλον δεν είναι καλά προετοιμασμένοι, ίσως είναι πολύ απασχολημένοι ή θέλουν να κρύψουν πληροφορίες. Απλώς δεν θέλουν να μας παρουσιάσουν όλες τις πληροφορίες», αναφέρει. Όπως είχε δηλώσει στο παρελθόν την δεύτερη μέρα στην πόλη επισκέφτηκαν ένα νοσοκομείο όπου εκεί τους ενημέρωσαν μόνο προφορικά για τις περιπτώσεις των ασθενών παρουσιάζοντάς τους παράλληλα ορισμένες αξονικές τομογραφίες. Τους ενημέρωσαν ότι υπήρχαν 41 ασθενείς από τους οποίους οι 28 συνδέονταν με την αγορά θαλασσινών της Γιουχάν. Ωστόσο δεν τους έδωσαν αναλυτικές πληροφορίες για την κατάσταση του καθενός: αν είχε πυρετό, αν έβηχε, πώς έγινε η διάγνωση, ποια θεραπεία ακολουθείται και ποια είναι η αποτελεσματικότητά της. Το βασικότερο ερώτημα που δεν μπορούσαν να του απαντήσουν, όπως λέει, είναι αν υπήρχε μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ο καθηγητής Τσουανγκ είναι περιφερειακός διοικητής του Κέντρου Πρόληψης και Θεραπείας Λοιμωδών Νοσημάτων (CDC) της Ταϊβάν, που ιδρύθηκε μετά το ξέσπασμα μιας άλλης επιδημίας κοροναϊού, αυτή του SARS το 2003. Τότε, ο Τσουάνγκ ήταν στη πρώτη γραμμή αντιμετώπισης της επιδημίας κάτι που του έδωσε την απαραίτητη εμπειρία για την αντιμετώπιση μιας άλλης ασθένειας κοροναϊού που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστή ως Covid-19.
Ο καθηγητής Τσουανγκ ήταν αρχικά απρόθυμος να επισκεφθεί την Γιουχάν. Την περίοδο εκείνη αυτός και η σύζυγός του μετακόμιζαν σε άλλο σπίτι. «Ανησύχησα επίσης για την πιθανότητα να μεταφέρω ιούς και να τους μεταδώσω στη γυναίκα μου», δήλωσε ο ίδιος.
Ωστόσο, όταν ο γενικός διευθυντής του CDC της Ταϊβάν τον κάλεσε απευθείας, συμφώνησε κατανοώντας τι διακυβεύεται.
«Το πρώτο βήμα για να ελέγξουμε αυτήν την άγνωστη επιδημία, ένα πολύ σημαντικό βήμα, ήταν να γνωρίζουμε την λεπτομέρεια της επιδημίας από την πρώτη στιγμή», δήλωσε ο καθηγητής Τσουάνγκ στο Sky News.
«Και δεύτερον, ήθελα να μάθω τη διαδρομή μετάδοσης, επειδή η διαδρομή μετάδοσης είναι πολύ σημαντική για εμάς, για να χτίσουμε την πρόληψη», πρόσθεσε.
Το πιο πιεστικό ερώτημα για τον καθηγητή Τσουάνγκ ήταν το ζήτημα της μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο. Εκείνη την εποχή, τόσο η Κίνα όσο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έλεγαν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για τέτοιου είδους μετάδοση, ωστόσο ο καθηγητής Τσουάνγκ ήταν δύσπιστος.
Από τις 13 έως τις 15 Ιανουαρίου η ομάδα του, η οποία περιλάμβανε επίσης επιστήμονες από το Χονγκ Κονγκ και το Μακάο, επισκέφθηκε εργαστήρια και νοσοκομεία, στα οποία είχαν δημιουργήσει «βρώμικες» και «καθαρές» ζώνες. Αυτό ήταν ήδη ένα σημάδι από μόνο του όπως λέει ότι υπήρχε ο φόβος για τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Τελικά σε μια συνάντηση, ένας Κινέζος αξιωματούχος παραδέχτηκε ότι μεταξύ των κρουσμάτων υπήρχαν δύο ομάδες οικογενειών που σχετίζονταν με την αγορά θαλασσινών της Χουανάν, η οποία ήδη τότε θεωρούνταν το σημείο προέλευσης της ασθένειας. Κι ενώ η μια οικογένεια είχε ολόκληρη άμεση επαφή με την αγορά, δεν συνέβαινε το ίδιο με την δεύτερη. Σε αυτήν είχε αρρωστήσει ο σύζυγος που εργαζόταν εκεί αλλά και η γυναίκα του. Όμως αυτή εξαιτίας κάποιας κινητικής της αναπηρίας δεν είχε επισκεφτεί ποτέ την αγορά.
«Άρα αυτή είναι μια έμμεση, πολύ σημαντική ένδειξη μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο (Human to Human – H2H)», δήλωσε ο καθηγητής Τσουάνγκ, τονίζοντας ότι υπήρχαν δύο ενδεχόμενα: είτε η γυναίκα να είχε μολυνθεί από κάποιο τρόφιμο που είχε φέρει ο σύζυγός της είτε από τον ίδιον τον άντρα της.
Μερικοί κατώτεροι αξιωματούχοι προσπάθησαν να αρνηθούν ότι υπήρχε μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, ενώ κάποιοι άλλοι παραδέχθηκαν ότι υπήρχε κάποια «πιθανότητα» να μεταδίδεται η ασθένεια μεταξύ ανθρώπων.
«Αλλά στο μυαλό μου αυτό σημαίνει σίγουρα ότι υπάρχει μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο. Επειδή προσπάθησαν να αρνηθούν τη δυνατότητα μετάδοσης και στη συνέχεια ο ανώτερος αξιωματούχος στη συνεδρίαση, παραδέχθηκε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί περιορισμένη μετάδοση μεταξύ ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι είναι μια ασθένεια μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο, χωρίς αμφιβολία».
Ο καθηγητής Τσουάνγκ έκανε αυτή τη σκέψη πιθανότατα πριν από οποιονδήποτε άλλο. Μόλις στις 20 Ιανουαρίου, τόσο η Κίνα όσο και ο ΠΟΥ ανακοίνωσαν ότι υπήρχαν στοιχεία για περιορισμένη μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Η Ταϊβάν δεν είναι μέλος του ΠΟΥ. Η Κίνα προβάλει την Ταϊβάν ως δική της, αποσταθεροποιημένη επαρχία και προσπαθεί σκληρά για να εμποδίσει τους διεθνείς οργανισμούς να αναγνωρίσουν το νησί ως ανεξάρτητη χώρα. Ωστόσο, αυτό ακριβώς ήταν που ευνόησε την Ταϊβάν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μιας και δεν ανήκει στον ΠΟΥ, δεν περίμενε την δική του ανακοίνωση για να λάβει άμεσα μέτρα.
Ήδη από το αεροδρόμιο κατά την επιστροφή του, ο καθηγητής Τσουάνγκ συναντήθηκε με αξιωματικούς του CDC και ζητήθηκε η συμβουλή του σχετικά με τους ταξιδιωτικούς κανονισμούς.
«Είπα ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα σχετικά με την καραντίνα, σχετικά με το πώς να αποτρέψουμε ανθρώπους από την Γιουχάν ή από την Κίνα να φέρουν αυτήν την ασθένεια στην Ταϊβάν», τονίζει και λέει πως η κυβέρνηση της Ταϊβάν πήρε πολύ σοβαρά την κατάσταση από την πρώτη στιγμή. Το επόμενο πρωί της επιστροφής του είχαν μια συνάντηση ειδικών και το απόγευμα αυτός και ένας συνάδελφός του δημοσιοποίησαν τα ευρήματά τους σε συνέντευξη Τύπου. Οι έλεγχοι στα σύνορα της χώρας ξεκίνησαν αμέσως και έγιναν όλο και πιο αυστηροί. Εξάλλου, όπως λέει, το νησί είχε ήδη σημαντική εμπειρία από την προηγούμενη επιδημία με τον Sars και διάφορα είδη γρίπης και ήξεραν όλα τα βήματα που έπρεπε να κάνουν αλλά και την σοβαρότητα μιας τέτοιας κατάστασης.
Τελικά, η Γιουχάν ανακοίνωσε ότι μπαίνει σε καθεστώς αυστηρής καραντίνας στις 23 Ιανουαρίου. Όπως λέει ο Τσουάνγκ, ακόμα και για τον ίδιο η απόφαση αυτή ήταν μια έκπληξη.
«Δεν μπορούσα να φανταστώ την ταχύτητα της εξάπλωσης, εξαπλώνεται τόσο γρήγορα. Δεν παρείχαν πληροφορίες για την κλίμακα της επιδημίας. Ήξερα μόνο ότι υπήρχαν 41 περιπτώσεις», αναφέρει ο ίδιος και λέει πως ακόμα κι αν υποπτευόταν ότι τα κρούσματα ως τότε δεν ήταν μόνο όσα του παρουσίασαν δεν μπορούσε να φανταστεί όσα συνέβαιναν ήδη πραγματικά στα νοσοκομεία της Γιουχάν. Εξάλλου όσο ήταν ο ίδιος στην Γιουχάν λίγες μόνο μέρες πριν την ανακοίνωση της καραντίνας κανείς δεν φορούσε μάσκες ούτε πρόσεχε ιδιαίτερα. Μάλιστα οι αξιωματούχοι που τους είχαν συναντήσει προσπαθούσαν να τους πάνε σε κάποια αξιοθέατα στον ελεύθερο χρόνο τους, αλλά οι ίδιοι πάντα αρνούνταν ευγενικά μένοντας στο ξενοδοχείο.
Ένα χρόνο μετά την πρώτη καταγεγραμμένη υπόθεση COVID-19 στην Κίνα, υπάρχουν πολλά που ακόμα δεν γνωρίζουμε. Και υπάρχει πολύς δρόμος για να διανύσουμε ακόμα.
«Αυτή τη στιγμή, οι άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή», δήλωσε ο καθηγητής Τσουάνγκ στο Sky News. «Αλλά προτού να έχουμε ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, προτού να κάνουν όλοι το εμβόλιο, μπορούμε να ζήσουμε μόνο μια ημι-φυσιολογική ζωή. Όλοι θα πρέπει να ακολουθούν τη συμβουλή να φορούν μάσκα και να πλένουν περισσότερο τα χέρια τους. Κάθε άτομο έχει την ευθύνη να προστατευτεί», καταλήγει ο καθηγητής.
Ως αποτέλεσμα του ερευνητικού ταξιδιού του, η Ταϊβάν εισήγαγε αυστηρούς συνοριακούς ελέγχους και καραντίνες. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της πανδημίας, η χώρα έχει επιβεβαιώσει λιγότερα από 800 κρούσματα, ενώ κατέγραψε μόλις επτά θανάτους εξαιτίας του κοροναϊού σε συνολικό πληθυσμό σχεδόν 24 εκατομμυρίων.