Οι γερμανικές εκλογές και η εθνική μας ανεξαρτησία

Ο καθηγητής Δ. Καλτσώνης γράφεi για την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση στη Γερμανία. Η σημασία της για την Ελλάδα και η χαμένη εθνική μας ανεξαρτησία

 

Κείμενο: Δημήτρης Καλτσώνης, επ. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου

Οι γερμανικές εκλογές δίνουν την ευκαιρία να αναστοχαστούμε πάνω σε μια σειρά ζωτικής σημασίας ζητήματα. Το γεγονός ότι η προσοχή, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά όλης της Ευρώπης, έχει στραφεί στις κάλπες που έχουν ήδη στηθεί καταδεικνύει αυτό που τα τελευταία χρόνια έχει διαγραφεί ολοένα και με μεγαλύτερη ευκρίνεια.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί μια ένωση τυπικά ισότιμων κρατών μελών. Στο βάθρο όμως των κρατών μελών στέκει η Γερμανία η οποία διαθέτει το 30% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Έχει επίσης μια δυναμική βιομηχανία που της δίνει ποιοτικό προβάδισμα έναντι των άλλων μελών, ακόμη και των αναπτυγμένων.

Τελικά, πίσω από την τυπική ισοτιμία των κρατών μελών υπάρχουν σχέσεις βαθιά ανισοτιμίας, ακόμη και εκμετάλλευσης μεταξύ των κρατών. Είναι τώρα πια προφανές ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας τρέφεται από τον παραγωγικό μαρασμό και την υποβάθμιση της Ελλάδας και άλλων χωρών. Το εμπορικό έλλειμμα και το χρέος της χώρας μας οφείλονται κατά βάση σε αυτό το θεμελιώδες γεγονός. Οι δανειστές μας, μαζί με τους εγχώριους ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, ευθύνονται στην πραγματικότητα για το χρέος. Δανειζόμαστε επί δεκαετίες για να αγοράζουμε από τη γερμανική και αμερικανική ιδίως βιομηχανία(1).

Κυριαρχία της Γερμανίας

Η κυριαρχία της Γερμανίας είχε ήδη διαφανεί το 1992, όταν με πιεστικό τρόπο απαίτησε και πέτυχε στη σύνοδο κορυφής την αναγνώριση της απόσχισης της Κροατίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η απόφαση αυτή συνέβαλε καθοριστικά στον κατακερματισμό και στο αιματοκύλισμα που ακολούθησε στην πρώην Γιουγκοσλαβία για μια σχεδόν δεκαετία. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι η Γερμανία έστειλε στρατεύματα στο εξωτερικό στο αποσχισθέν Κόσοβο το 1999. Αυτό έγινε για πρώτη φορά μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Τη λογική περαιτέρω ισχυροποίησης της γερμανικής βιομηχανίας και των τραπεζών της υπηρέτησε και η δημιουργία του ευρώ και της ευρωζώνης. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που είχε δηλώσει ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ: “η ευρωπαϊκή ενοποίηση διασφαλίζει τα πιο βαθιά γερμανικά συμφέροντα”(2).

Η κρίση φανέρωσε στο ευρύ κοινό αυτή την κυριαρχική θέση της Γερμανίας και τις ανισότιμες σχέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της ΕΕ. Η κρίση όμως δεν έκανε μόνο αυτό. Ενίσχυσε παραπέρα την ανισοτιμία εντός της ΕΕ και, κατά συνέπεια, ενδυνάμωσε την κυριαρχική θέση της Γερμανίας. Αυτό εκφράζεται καθημερινά μέσω των κυνικών παρεμβάσεων της γερμανικής κυβέρνησης στα εσωτερικά της Ελλάδας και άλλων κρατών. Οι παρεμβάσεις αυτές ακολουθούν το δίπολο απειλές – επιβράβευση. Απειλές  εκτοξεύονται σε όσους αρνούνται να συμμορφωθούν προς τις υποδείξεις της Γερμανίας και επιβραβεύσεις για όσους εθελούσια υποτάσσονται σε αυτές.

Η απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας

Η βαθιά μειονεκτική θέση της Ελλάδας εκφράζεται και θεσμικά, στο ίδιο το Σύνταγμά της. Όπως είναι γνωστό, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 προστέθηκε ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 28 που ορίζει ότι το άρθρο αυτό “αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης”. Έτσι, η Ελλάδα ενσωμάτωσε στο Σύνταγμα ένα μηχανισμό αλλοίωσής του σε όφελος της ΕΕ, στην πραγματικότητα δηλαδή σε όφελος των ισχυρών γερμανικών και άλλων συμφερόντων που κυριαρχούν εκεί.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Γερμανία αναθέτει στο Συνταγματικό της Δικαστήριο εξουσίες που με νομικά επιχειρήματα – προσχήματα μπορούν να ανατρέπουν τις αποφάσεις της ΕΕ, όταν οι τελευταίες δεν εξυπηρετούν τα γερμανικά συμφέροντα. Αλλά και άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Δανία έχουν μηχανισμούς (όπως τα δημοψηφίσματα) που τους δίνουν τη δυνατότητα να μην ακολουθούν τυφλά την ΕΕ(3).

Αυτή η ακόμη και θεσμικά κατοχυρωμένη εξάρτηση και υποταγή στους ισχυρούς δεν είναι δυστυχώς καινούργιο φαινόμενο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρώτης περιόδου του νεοελληνικού κράτους είναι η υπόμνηση του Ρώσου υπουργού Εξωτερικών με επιστολή του προς την ελληνική κυβέρνηση το 1843 ότι σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λονδίνου “εις το άρθρον 12 παράγραφον 6… τα πραγματικά εισοδήματα του Ελληνικού ταμείου να χρησιμεύσωσι  π ρ ο  π ά ν τ ω ν προς πληρωμήν του ρηθέντος τόκου και χρεωλύτρων” (4). Ανάλογα λειτουργούσαν φυσικά οι Βρετανοί και οι Γάλλοι υπουργοί.

Ας μην λησμονείται και το περιβόητο άρθρο 112 του Συντάγματος του 1952, το οποίο επιβίωσε ως τις μέρες μας με το άρθρο 107 του ισχύοντος Συντάγματος, που κατοχύρωνε σκανδαλώδη προνόμια στις ξένες επιχειρήσεις.

Στην εποχή της κρίσης η απώλεια της εθνικής ανεξαρτησίας εκφράζεται με ακόμη πιο σκαιό τρόπο: συνεχείς παραβιάσεις του Συντάγματος, παραγκωνισμός της Βουλής με τις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, εκβιασμοί της τρόικας να υιοθετηθούν μνημόνια, δανειακές συμβάσεις και εν γένει να νομοθετεί η χώρα σύμφωνα με τις υποδείξεις της, ταχύτατα, ακόμη και κατά παράβαση των συνταγματικών προβλέψεων. Καταρρακώνεται έτσι κάθε έννοια δημοκρατίας.

Η άλλη Γερμανία και η άλλη Ελλάδα

Σε αυτό το πλαίσιο οι γερμανικές εκλογές μοιάζει, δυστυχώς, να μας αφορούν περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε. Πάντως, η επίλυση των προβλημάτων της πατρίδας μας δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να έρθει από το εξωτερικό. Εξάλλου, όπως φάνηκε καθαρά και στην προεκλογική περίοδο, οι βασικές πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας ομονοούν ως προς τις θεμελιώδεις πολιτικές και οικονομικές επιλογές που σχετίζονται με την Ελλάδα. Επιτάσσουν υποταγή και αφαίμαξη χωρίς τέλος. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι σοσιαλδημοκράτες που βρίσκονται στην αντιπολίτευση πλειοδότησαν σε επιθέσεις σε βάρος του ελληνικού λαού κατά την προεκλογική περίοδο. Σταθερή είναι επίσης η θέση του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών, και δεν θα μπορούσε να μην είναι.

 

Υπάρχει όμως και η άλλη Γερμανία. Δεν είναι κυρίαρχη αλλά ούτε και αμελητέα. Την είδαμε, για παράδειγμα, πρόσφατα στο 2ο συνέδριο για τα ολοκαυτώματα που έγινε στη Βιάννο της Κρήτης. Εκεί, ο εκλεκτός συνάδελφος Κρίστοφ Σμινκ Γκουστάβους, καθηγητής της ιστορίας του δικαίου στο πανεπιστήμιο της Βρέμης και δεκάδες άλλοι νεότατοι Γερμανοί επιστήμονες ένωσαν τη φωνή τους στη διεκδίκηση των αποζημιώσεων που οφείλει η Γερμανία στην Ελλάδα και δεν διστάζουν να ομολογούν ότι “η Γερμανία ευθύνεται για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Ελλάδα”(5).

Αν κάτι λοιπόν είναι περισσότερο από αναγκαίο, είναι η κατάκτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, πρώτιστα έναντι της ΕΕ και του ΔΝΤ. Αυτή είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για την υπέρβαση της κρίσης και για την εκ παραλλήλου χάραξη μιας αναπτυξιακής πορείας που θα αναβαθμίζει τη θέση και το ρόλο των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, των μισθωτών και των μικρομεσαίων. Η υποταγή στους δανειστές ωθεί σε έναν αέναο φαύλο κύκλο. Μπορεί να οδηγήσει μόνο στην πιο βαθιά φτώχεια και απαξίωση των όποιων παραγωγικών δυνατοτήτων (υλικών και πνευματικών) διαθέτει η χώρα μας.

Χρειαζόμαστε επομένως μια άλλη Ελλάδα, ανεξάρτητη, που δεν θα διώχνει το επιστημονικό της δυναμικό στο εξωτερικό, που δεν θα ισοπεδώνει τα πανεπιστήμια, τα σχολεία, την έρευνα, που δεν θα φορτώνει τα βάρη στους μη έχοντες αλλά αντίθετα, σε εκείνους τους λίγους που είχαν πολλά και έχουν ακόμη περισσότερα μετά την κρίση.

Βιβλιογραφία

1) Βλ. Β. Λιόσης, Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση, εκδ. ΚΨΜ, 2012, σελ. 196 επ.

2) Βλ. Ν. Κοτζιάς, Ελλάδα, αποικία χρέους, εκδ. Πατάκη, 2013, σελ. 195 επ., 281 επ. και Γ. Μαλούχος, Η άνοδος και η πτώση της Γερμανικής Ευρώπης, εκδ. Πατάκη, 2012.

3) Βλ. V. Constantinesco – St. Pierré-Caps, Droit constitutionnel, Paris, PUF, 2006, σελ. 259 επ.

4) Βλ. Γ. Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙ (1832-1862), σελ. 195

5) Βλ. εφημ. Ελευθεροτυπία, 15/9/2013.