Εγκεφαλικό τεστ «αποκαλύπτει» τη δυσλεξία στα παιδιά

Ένα νέο εγκεφαλικό διαγνωστικό τεστ μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια πάνω από 90% ποια παιδιά με δυσλεξία θα καταφέρουν να μάθουν να διαβάζουν την επόμενη τριετία. Το επίτευγμα, που αποτελεί προϊόν έρευνας διεθνούς επιστημονικής ομάδας, ανοίγει νέες προοπτικές για την καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπιση αυτής της αρκετά συχνής μαθησιακής δυσκολίας.

Η έρευνα, στην οποία συμμετείχαν επιστήμονες από τα πανεπιστήμια Στάνφορντ (Ιατρική Σχολή), Βάντερμπιλτ και ΜΙΤ των ΗΠΑ, Τζιβάσκιλα της Φινλανδίας και Υόρκης της Βρετανίας, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα πρακτορεία Ρόιτερ και Γαλλικό, και το “Science”. Οι ερευνητές, με τη βοήθεια της τεχνικής της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI), μελέτησαν τον εγκέφαλο 45 παιδιών και εφήβων ηλικίας 7 έως 16 ετών, από τους οποίους οι 25 κρίθηκαν δυσλεκτικοί ύστερα από μια σειρά τεστ.

Συγκρίνοντας την εγκεφαλική δραστηριότητα στις δύο ομάδες, οι επιστήμονες εντόπισαν μια σειρά από διακριτά μοτίβα εγκεφαλικής ενεργοποίησης σε ορισμένα δυσλεκτικά παιδιά. Ελέγχοντας μετά το πέρασμα περίπου τριών ετών τα ίδια παιδιά, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι όσα από αυτά είχαν τα συγκεκριμένα ασυνήθιστα εγκεφαλικά πρότυπα λειτουργίας, ήταν πιθανότερο να έχουν μάθει να διαβάζουν σε σχέση με τους υπόλοιπους δυσλεκτικούς. Τα συμβατικά τεστ ανάγνωσης και γραφής ήταν αδύνατο να κάνουν ανάλογη πρόβλεψη για το ποια δυσλεκτικά παιδιά τελικά θα κατάφερναν να ξεπεράσουν το πρόβλημά τους.

Η δυσλεξία είναι μια εγκεφαλική δυσλειτουργία, που δυσκολεύει ακόμα και τα πολύ έξυπνα παιδιά να μάθουν να διαβάζουν, να γράφουν ή να προφέρουν τις λέξεις, με συνέπεια να μπορεί να αποβεί πηγή προβλημάτων για όλη τη μετέπειτα ζωή τους. Περίπου ένα στα πέντε παιδιά με σοβαρή δυσλεξία μαθαίνει τελικά να διαβάζει κανονικά μέχρι την ενηλικίωσή του. Οι επιστήμονες μέχρι τώρα ουσιαστικά δεν ξέρουν γιατί μερικά δυσλεκτικά παιδιά τα καταφέρνουν καλύτερα από άλλα.

Η νέα μελέτη, που ανήκει στο ανερχόμενο πεδίο της «εκπαιδευτικής νευροεπιστήμης», επειδή αξιοποιεί τα πορίσματα τόσο της νευροεπιστήμης όσο και της εκπαιδευτικής έρευνας, φαίνεται πιο αξιόπιστη διαγνωστική μέθοδος σε σχέση με τα σημερινά τυποποιημένα τεστ, όσον αφορά την πρόβλεψη της εξέλιξης της δυσλεξίας.

Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι, όπως έδειξε η έρευνά τους, τα παιδιά με δυσλεξία διαφέρουν το ένα από το άλλο και οι εγκέφαλοί τους έχουν ξεχωριστά πρότυπα δραστηριότητας. Συνεπώς, προκύπτει μια διαφορετική πρόβλεψη για την πρόοδό τους κατά τα επόμενα χρόνια. Οι ενδείξεις, όπως είπαν, συνηγορούν ότι όσα παιδιά – για άγνωστο λόγο- μπορούν να μεταφέρουν περισσότερες γλωσσικές λειτουργίες από το αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο στο δεξί, έχουν περισσότερες πιθανότητες να ξεπεράσουν το πρόβλημά της δυσλεξίας.

Η υπεύθυνη της έρευνας δρ Φουμίκο Χεφτ δήλωσε ότι «ελπίζουμε πως θα μπορέσουμε να διακρίνουμε εκείνα τα (δυσλεκτικά) παιδιά που θα τα πάνε καλύτερα στο μέλλον», πρόσθεσε πάντως ότι «θα χρειαστούν περισσότερες μελέτες πριν η νέα τεχνική είναι κλινικά χρήσιμη, αποτελεί όμως ένα τεράστιο βήμα προόδου».