Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για το γάλα γαϊδάρας, τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σε επιστημονικό επίπεδο, επισημαίνει ο αναπληρωτής καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Γιώργος Αρσένος.
“Πρόσφατα, αναπτύχθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το γαϊδουρινό γάλα, σε επίπεδο παραγωγής αλλά και σε επιστημονικό επίπεδο. Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και προέκυψε διότι η σύνθεσή του γαϊδουρόγαλου είναι παρόμοια με αυτή του μητρικού γάλατος”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Αρσένος. Επισημαίνει δε πως, σε αρκετούς, ιδιαίτερα ηλικιωμένους, στα χωριά, είναι γνωστό ότι χρησιμοποιήθηκε για τη διατροφή βρεφών, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τα σύγχρονα παιδικά γάλατα σε σκόνη.
Σε ιστορικές πηγές αναφέρεται, σύμφωνα με τον ίδιο, ότι από την αρχαιότητα είχαν εντοπιστεί οι θεραπευτικές του ιδιότητες για ορισμένες παθήσεις, αλλά και η χρήση του ως φυσικό καλλυντικό. Εντούτοις, μέχρι τις αρχές της τελευταίας δεκαετίες οι διαθέσιμες πληροφορίες για της σύνθεση του γαϊδουρινού γάλατος, αλλά και τις πιθανές χρήσεις του ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία για τη χημική σύνθεση του γαϊδουρινού γάλατος και τις αναλύσεις, που εμείς έχουμε πραγματοποιήσει, προκύπτει ότι είναι σχετικά φτωχό σε ολικά στερεά (8 έως 10%) και πρωτεΐνες (1,5 έως 1,8%) ενώ έχει υψηλή περιεκτικότητα σε λακτόζη (6 έως 7%). Η λιποπεριεκτικότητά του κυμαίνεται από 0,28% έως και 1,82% και εξαρτάται από την εποχή του έτους. Η ημερήσια γαλακτοπαραγωγή μιας γαϊδούρας κυμαίνεται από 0.9 έως 1.7 λίτρα, ενώ η μέση ετήσια ποσότητα είναι 489±36 λίτρα με μέση διάρκεια αρμέγματος 295±12 μέρες.
“Επίσης, αν ανατρέξουμε- διευκρινίζει ο κ. Αρσένος- στη διαθέσιμη, σήμερα, επιστημονική βιβλιογραφία θα διαπιστώσουμε μία έντονη ερευνητική δραστηριότητα, με αντικείμενο το γαϊδουρινό γάλα. Μόνο την τελευταία 5ετία έχουν δημοσιευτεί περίπου 60 εργασίες, αποκλειστικά για το γαϊδουρινό γάλα. Οι εργασίες αυτές υποδηλώνουν ότι, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική λύση για τα βρέφη που παρουσιάζουν δυσανεξία στο αγελαδινό γάλα και σε επιλεγμένες περιπτώσεις αλλεργίας αλλά και ως προληπτικό μέτρο για μια σειρά από παθήσεις ενήλικών ατόμων”.
Σε ό,τι αφορά για τα οικονομικά οφέλη για τους παραγωγούς, ο επιστήμονας τονίζει ότι, την τελευταία δεκαετία δημιουργήθηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία) εκτροφές όνων, όπου το παραγόμενο γάλα χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή καλλυντικών αλλά και για ανθρώπινη κατανάλωση. Οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές πώλησης του παραγόμενου γάλατος στις εκτροφές των παραπάνω χωρών είναι ενδεικτικό των δυνατοτήτων της συγκεκριμένης δραστηριότητας. Οι εκτροφές αυτές, που έχουν γίνει πλέον γνωστές στη χώρα μας- αποτελούν κατά τον ίδιο- το κίνητρο και λειτουργούν ως πρόκληση για τους επίδοξους εκτροφείς στην Ελλάδα.
“Θα πρέπει να τονιστεί ότι, όλες οι επιχειρήσεις με γαϊδούρια που έγιναν στο εξωτερικό βασίστηκαν αποκλειστικά στην ιδιωτική πρωτοβουλία και την ευρηματικότητα των δημιουργών τους”, υπογραμμίζει ο κ. Αρσένος. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η εκτροφή των γαϊδάρων είναι μια επίπονη διαδικασία και χρειάζεται ιδιαίτερες δεξιότητες. Η δημιουργία μιας μονάδας παραγωγής γαϊδουρινού γάλατος μπορεί να είναι μια βιώσιμη επιχείρηση κάτω όμως από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Έτσι, θα πρέπει κάθε επίδοξος ονοτρόφος να εξετάσει προσεκτικά τις δυνατότητες του εγχειρήματος.
Ο γάιδαρος αποτελεί αντικείμενο ερευνητικού ενδιαφέροντος για το Εργαστήριο Ζωοτεχνίας της Κτηνιατρικής Σχολής Θεσσαλονίκης τα τελευταία εννέα χρόνια και, όπως τονίζει ο κ. Αρσένος, όλοι στο Εργαστήριο είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν όπως άλλωστε βοηθούν και στηρίζουν κάθε προσπάθεια των Ελλήνων κτηνοτρόφων. Αφετηρία της έρευνας αποτέλεσε ένα πρόγραμμα συνεργασίας με ερευνητικό ίδρυμα της Γαλλίας, που στόχευε στη διερεύνηση της εξελικτικής πορείας του γαϊδάρου στις παραμεσόγειες χώρες.
“Όταν ξεκινήσαμε την έρευνά μας διαπιστώσαμε ότι, δεν υπήρχαν ερευνητικά δεδομένα για το συγκεκριμένο ζωικό είδος, με εξαίρεση τα πληθυσμιακά στοιχεία του αρμόδιου υπουργείου”, διευκρινίζει ο καθηγητής. Και προσθέτει: “Μελετώντας τα στοιχεία αυτά και επικοινωνώντας με αρκετούς συναδέλφους στις κατά τόπους νομοκτηνιατρικές υπηρεσίες διαπιστώσαμε μια σημαντική τάση μείωσης του πληθυσμού περίπου κατά 1000 ζώα ετησίως. Σήμερα, εκτρέφονται στην Ελλάδα περίπου 14.570 γαϊδούρια. Στη Θεσσαλία εκτρέφονται 801 γαϊδούρια, σύμφωνα με στοιχεία που υπάρχουν για τους νομούς Τρικάλων, Καρδίτσας και Μαγνησίας, ενώ για το νομό Λάρισας δεν υπάρχουν δηλωμένα ζώα”.
iKypros