Ο σαρωτής και τι δείχνει. Φωτογραφία αρχείου από τη δοκιμή
σαρωτή σώματος σε εργαζόμενο του αεροδρομίου του Μάντσεστερ.
Έντονες αμφιβολίες για τα υπέρ και τα κατά της χρήσης σαρωτών σώματος στα αεροδρόμια της Ένωσης εξέφρασαν πολλοί ευρωβουλευτές, σε συζήτηση στο ΕΚ μετά από την υπόθεση του επίδοξου βομβιστή της πτήσης Άμστερνταμ-Ντιτρόιτ τα Χριστούγεννα που επανέφερε τους σαρωτές στην επικαιρότητα. Στην παρέμβασή του, ο συντονιστής της ΕΕ για την τρομοκρατία, Gilles de Kerchove, εισηγήθηκε τη χρήση τους, “εφ όσον πληρούν τις προϋποθέσεις ασφάλειας για τους χρήστες και προστασίας του ιδιωτικού βίου”.
Αμφιβολίες και ενστάσεις
Το θέμα εξετάσθηκε στις 27 Ιανουαρίου από την επιτροπή Μεταφορών και την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών του ΕΚ εν όψει της συζήτησης που έχει προγραμματισθεί για το ζήτημα στην ολομέλεια του Φεβρουαρίου στο Στρασβούργο και ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ετοιμάζεται να παρουσιάσει σχετική νομοθεσία.
Όμως με την Ολλανδία, τη Βρετανία και την Ιταλία να εξετάζουν ήδη τη χρήση σαρωτών σώματος για τις πτήσεις προς τις ΗΠΑ, ο πρόεδρος της επιτροπής Μεταφορών, Βρετανός ευρωβουλευτής των Σοσιαλιστών, Brian Simpson, δήλωσε ότι “στόχος μας είναι η μέγιστη δυνατή ασφάλεια όσων ταξιδεύουν αλλά εκείνοι που νομίζουν ότι οι σαρωτές σώματος είναι η απάντηση βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου”.
Οι σαρωτές επανήλθαν ως μέθοδος εντοπισμού εκρηκτικών μετά την απόπειρα κατά της πτήσης προς το Ντιτρόιτ, καθώς μπορούν να διακρίνουν βόμβες που δεν εντοπίζουν οι κλασσικοί ανιχνευτές μετάλλων, όπως ορισμένες υγρές, χημικές ή πλαστικές εκρηκτικές ουσίες.
“Θα πηγαίνουμε στο αεροδρόμια τρείς ώρες νωρίτερα;”
Ωστόσο πολλοί ευρωβουλευτές εξέφρασαν τις αμφιβολίες τους για το κατά πόσον οι σαρωτές θα είχαν εντοπίσει τον Umar Farouk Abdulmutallab, τον επίδοξο βομβιστή της πτήσης Αμστερνταμ-Ντιτρόιτ. Ο φόβος είναι πως, σε αντίθεση με αντικείμενα όπως τα όπλα, οι ακτίνες των σαρωτών δεν μπορούν να εντοπίσουν υλικά με χαμηλή πυκνότητα όπως είναι σκόνες, ορισμένα υγρά ή και υφάσματα.
Ο Βρετανός ευρωβουλευτής Philip Bradbourn (Ευρωπαίοι Συντηρητικοί και Μεταρρυθμιστές -ECR) δήλωσε κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην επιτροπή ότι “ο πρόεδρος των ΗΠΑ απέδωσε δημόσια τα γεγονότα της 25ης Δεκεμβρίου σε συστημικό σφάλμα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών”.
Ο δε Μαλτέζος ευρωβουλευτής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), Simon Busuttil διερωτήθηκε αν “θα πρέπει να κάνουμε “τσεκ-ιν” τρείς ώρες πριν από την πτήση”, με πολλούς ευρωβουλευτές να επισημαίνουν το κόστος των συσκευών που φθάνει τα 115.000 ευρώ και όλες τις αλλαγές που συνεπάγεται η χρήση τους για την οργάνωση των αεροδρομίων.
Σε όλα αυτά προστίθενται οι ανησυχίες για την προστασία των ατομικών ελευθεριών και του ιδιωτικού βίου των επιβατών-χρηστών, οι οποίοι απεικονίζονται στα μηχανήματα αυτά περίπου γυμνοί, γεγονός που προκάλεσε σοβαρότατες ενστάσεις από πολλούς ευρωβουλευτές.
De Kerchove – απαιτείται περαιτέρω έρευνα
Καταθέτοντας στη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στην επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, ο συντονιστής της ΕΕ για την τρομοκρατία, Gilles de Kerchove, σημείωσε ότι το 7ο ευρωπαϊκό πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα προβλέπει κονδύλια ύψους 200 εκατομμυρίων για προγράμματα σχετικά με την ασφάλεια των πτήσεων και ειδικά για τέτοιου είδους τεχνολογίες. Τόνισε όμως ότι για τους σαρωτές σώματος απαιτείται περεταίρω έρευνα.
Πάντως, αυτή η τεχνολογική απάντηση στο πρόβλημα της ασφάλειας των πτήσεων δεν έπεισε όλους τους ευρωβουλευτές στην επιτροπής και ο Alexander Alvaro (Φιλελεύθεροι, Γερμανία) τόνισε ότι “έχω την εντύπωση ότι η τεχνολογία είναι η νέα θρησκεία του αντιτρομοκρατικού αγώνα”.
Κατάλογοι υπόπτων και καταπολέμηση της τρομοκρατίας στη ρίζα της
Εξήγησε έτσι ο Alvaro ότι ΕΕ και ΗΠΑ πρέπει να αρχίσουν να ανταλλάσσουν τους καταλόγους υπόπτων που έχουν ώστε να συντονίζουν καλύτερα τα μέτρα που παίρνουν αν και αναγνώρισε ότι αυτό εξακολουθεί να εγείρει ζητήματα προστασίας των ατομικών ελευθεριών.
Εξέφρασε επίσης ανησυχίες για το φαινόμενο στρατολόγησης Αμερικανών και Ευρωπαίων, που επισκέπτονται χώρες όπως η Υεμένη και επιστρέφουν ως “περιφερειακή θυγατρική της Αλ Κάιντα”, όπως το έθεσε ο ίδιος.